Top-ads

category1

category2

The Latest

                           
                                                                
Η ομοιοπαθητική ιατρική είναι μία τελείως φυσική μέθοδος Θεραπείας που βασίζεται στον νόμο των ομοίων, τον οποίο πρώτος διατύπωσε ο Ιπποκράτης. Η ομοιοπαθητική στοχεύει στην ενδυνάμωση του ίδιου του οργανισμού κινητοποιώντας τις αμυντικές του δυνάμεις και αποικαθιστώντας τη διαταραγμένη του υγεία.
Για την ομοιοπαθητική δεν υπάρχουν ασθένειες, αλλά ασθενείς: ο
πάσχων άνθρωπος αντιμετωπίζεται σαν μια αδιαίρετη ενότητα αλληλοεπηρεαζόμενων ψυχικών, διανοητικών και σωματικών λειτουργιών. Εμπνευστής της ομοιοπαθητικής ιατρικής ήταν ο Γερμανός γιατρός Σαμουήλ Χάνεμαν.
Σαμουήλ Χάνεμαν (Samuel Hahnemann) Ο μετέπειτα πατέρας της ομοιοπαθητικής, Σαμουήλ Χάνεμαν, είναι 24χρονών όταν, το Ι 779, αρχίζει να ασκεί την ιατρική στο Χέτσταντ του Σαξ. Λαμπρό μυαλό, μεταφράζει κατευθείαν από τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά και μι λάει με ευχέρεια γαλλικό, αγγλικό, ιταλικό και βέβαια γερμανικά, τη μητρική του γλώσσα. Ως γιατρός όμως έχει απογοητευτεί από τη φοβερή αναποτελεσματικότητα της ιατρικής του καιρού
του. Το Ι 790, μετά από έντεκα χρόνια ιατρικής άσκησης, παντελώς αναποτελεσματικής κατά τη γνώμη του, κλείνει το ιατρείο του και ενημερώνει τους ασθενείς του ότι στο εξής θα αφιερώσει όλο τον χρόνο και την ενέργειά του στον πειραματισμό και την έρευνα. Για να ζήσει την πολυπληθή οικογένειά του (απέκτησε έντεκα παιδιά) κάνει μεταφράσεις. "Ετσι, σ' ένα βιβλίο του διάσημου Άλμπρεχτ φον Χάλερ (Albrecht νοη Haller) ανακαλύmει την εξής παράγραφο: «Το φάρμακο καθαρό, χωρίς καμία πρόσμειξη, πρέπει πρώτα να δοκιμαστεί σε υγιείς οργανισμούς. Αφού βεβαιωθείτε για την οσμή και τη γεύση του, χορηγήστε μία μικρή δόση, επικεντρώνοντας την προσοχή σας στις επιπτώσεις: στον σφυγμό, στη Θερμοκρασία του σώματος, στην αναπνοή, στις εκκρίσεις. Στη
συνέχεια, με βάση τα συμπτώματα που καταγράψατε στον υγιή οργανισμό, Θα προχωρήσετε στα πειράματα σε πάσχοντες οργανισμούς». Η έννοια του πειραματισμού στον άνθρωπο, επαναστστική για την εποχή, απασχόλησε για καιρό τον Χάνεμαν. Εκείνο όμως που τον οδήγησε στη μεγαλοφυή ανακάλυψή του ήταν η μετάφραση μιας επιστημονικής ανακοίνωσης του διάσημου Βρετανού γιατρού Κούλεν (Cullen) για τον φλοιό της κιγχόνης. Πρόσφατα φερμένος από τη Νότια Αμερική, περιζήτητος εκείνη την εποχή για τη Θεραπεία του «διαλείποντα πυρετού» (από την κιγχόνη λαμβάνεται το κινίνο που χρησιμοποιείται σήμερα στην πρόληψη και τη Θεραπεία της ελονοσίας), ο φλοιός της κιγχόνης γίνεται αφορμή να διατυπωθούν πολλές Θεωρίες γύρω από τον τρόπο δράσης του. Ο Χάνεμαν δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το κείμενο που μεταφράζει, επειδή Θεωρεί πως ο φλοιός της κιγχόνης, που ήδη έχει χρησιμοποιήσει στον εαυτό του σε μία περί πτωση
πυρετού, είναι δηλητήριο. Ωστόσο, προχωρώντας ανακαλύπτει πως ο Κούλεν εξηγεί την αποτελεσματικότητα του φλοιού στον διαλείποντα πυρετό μέσω της «τονωτικής δράσης που ασκεί στο στομάχι». Η εξήγηση αυτή τού φαίνεται παράδοξη. Επηρεασμένος από τις ιδέες του Φον Χάλερ, αποφασίζει να πειραματιστεί στον εαυτό του, υγιή και απύρετο. Η περιγραφή αυτού του πειράματος αποτελεί το Θεμελιώδες κείμενο της ομοιοπαθητικής. Αποδεικνύει πως ο φλοιός της κιγχόνης μπορεί πράγματι να προκαλέσει στον υγιή τα συμπτώματα που υπο-τίθεται ότι θεραπεύει στον πάσχοντα. Ο Χάνεμαν, όπως όλοι οι σύγχρονοί του γιατροί, έχει μελετήσει το έργο του Ιπποκράτη και επομένως γνωρίζει τον περίφημο νόμο των ομοίων που είχε διατυπώσει πέντε αιώνες π.Χ.: «Όμοια ομοίοις εισίν ιάματα», δηλαδή με την εφαρμογή των ομοίων μπορούμε να περάσουμε από την κατάσταση της νόσου στην υγεία. Ο νόμος αυτός συνόψιζε τα αποτελέσματα των παρατηρήσεων της αρχαίας ιατρικής, σύμφωνα με την οποία υπάρχει ομοιότητα ανάμεσα στην τοξική και τη Θεραπευτική δράση μίας                       
ουσίας. Επαναλαμβάνοντας το πείραμα σε φίλους, ο Χάνεμαν βεβαιώνεται πως τα αποτελέσματα από τη χρήση φλοιού κιγχόνης ισχύουν και για άλλες ουσίες. Σκέφτεται λοιπόν πως μέσω της μελέτης της δράσης μίας ουσίας σ' έναν υγιή οργανισμό μπορούν να προσδιοριστούν οι Θεραπευτικές ιδιότητες αυτής της ουσίας. Συμπληρώνει έτσι τον νόμο του Ιπποκράτη μέσα από τον πειραματισμό στον άνθρωπο. Το Ι 796, ο Χάνεμαν συγκεντρώνει τα αποτελέσματα εξαετούς έρευνας σ' ένα άρθρο που δημοσιεύει στο σημαντικότερο ιατρικό περιοδικό της εποχής: στην επιθεώρηση του καθηγητή Χούφε-λαντ (Hufeland). Το άρθρο του με τίτλο: «Δοκίμιο περί μιας νέας μεθοδολογικής αρχής για την ανακάλυψη των Θεραπευτικών ιδιοτήτων ουσιών που χρησιμοποιούνται στην ιατρική και εκτιμήσεις περί των μεθοδολογικών αρχών που ίσχυαν ώς τώρα» σηματοδοτεί τη γέννηση της ομοιοπαθητικής ιατρικής. Από το Ι 796, ο Χάνεμαν ξαναρχίζει την άσκηση της ιατρικής και γρήγορα έρχεται η αναγνώριση και η φήμη, αλλά μαζί ο φθόνος και η αμφισβήτηση. Αποδέκτης εκδηλώσεων άλ
λοτε λατρείας και άλλοτε μίσους, κατακρινόμενος από κάποιους συναδέλφους και υποστηριζόμενος από άλλους, αναγκάστηκε πολλές φορές να αλλάξει τόπο κατοικίας. Ακούραστος στη δουλειά, πειραματίζεται ασταμάτητα με νέες ουσίες και τελειοποιεί τη Θεραπευτική του μέθοδο. Πετυχαίνει την ίαση σε πολλές περιπτώσεις και βρίσκει μιμητές σε όλη την Ευρώπη. Από το Ι 796 ώς τον θάνατό του, το Ι 843 στο Παρίσι, ο Χάνεμαν οικοδομεί συστηματικά τη θεωρία του την οποία εκθέτει στο πιο γνωστό από τα βιβλία του, υ'Οργανον της Θεραπευτικής Τέχνης», που έκανε έξι συνεχείς επανεκδόσεις (η τελευταία μετά τον θάνατό του). Σε ηλικία 73 ετών δημοσιεύει το έργο του «Πραγματεία περί των Χρονίων Νόσων», μια σύνθεση
των παρατηρήσεων και των προβληματισμών του. Το Ι 830 χηρεύει και το Ι 835 παντρεύεται μια 30χρονη Γαλλίδα, τη Μελανί ντ' Ερβιγί, που είχε πάει στη Γερμανία να ζητήσει τις ιατρικές του συμβουλές. Εγκαθίσταται μαζί της στο Παρίσι, όπου ώς τον Θάνατό του, οκτώ χρόνια αργότερα, εξακολουθεί να ασκεί την ιατρική, ξακουστός πια γιατρός, έχοντας κερδίσει την αναγνώριση όλων των αν-θρώπων που θεραπεύει και ανακουφίζει, αλλά και το μένος της Ιατρικής Ακαδημίας την οποία έχει φέρει σε δύσκολη Θέση.
    
                                                                                              Ο Ι 9ος είναι ο χρυσόs αιώναs για τη διάδοση των έργων τηs ινδικήs φιλοσοφίαs: ο Άγγλοs ανατολιστήs Κόουλμπρουκ (1765-1837), ο οποίοs υπήρξε γραμματέαs τηs Εταιρίαs των Ανατολικών Ινδιών, κατείχε τόσο τη φιλοσοφία    ΒΕΝΤΑΝΤΑ Φιλοσοφικά σύστημα που προέκυψε από τι ιερέs γραφές όπωs π Ουπανισάντ, δπλαδή το τελικό μέροs των αρχαίων βεδικών γραφών. Υπάρχουν τρία είδα Βειπάιπα, που αναφέ-ρονται σε πολλέs σχολέs στοχασμού: η Ντβάιτα, η σχολά τηs δύίκάs προσέγγισπs, η Αυτβάιτα, π σχολά τηs μη δύίκάs προ-σέγyισπs και η Κεβάλα Αιπβόιτα, π καθαρή μη δύίκή σχολή. 0 μεγαλύτεροs εκφραστήs τηs φιλοσοφίαs βεντάντα —κατάληξη ή «τελική» φιλοσοφία των Βεδών- όσο και τη νιάγια — φιλοσοφία διαλεκτικού ή λογικού τύπου. Ο λοχαγόs Άλαρντ συγκέντρωσε ειδήσειs και πληροφορίεs τι οποίεs δη-μοσίευσε μετά στα «Ταξίδια» του, ενώ μπορούμε να αναφέρουμε και φημισμένουs συγγραφείς όπως ο Γουόρντ (View of the hίstory, lίterature and mythology of the Indous), ο Γάλλοs Μποσενzέ (νiew contemplatίve ascetίque et monastique chez les lndous et les peuples bouddίstes), οι Γερμανοί Βίντισμαν (De Theologumenis vedantίcorum) και Λάσεν (Gymnosophista, sive lndiae phίlosophίae documenta). Το κείμενο όμωs που παραμένει ο ακρογωνιαίοs λίθοs είναι η μετάφραση του Γάλλου Ανκετίλ-Ντιπερόν, που από μια περσική εκδοχή των μέσων του 18ου αιώνα δημοσίευσε μια μετάφραση των Ουπανισάντ, τηs συλλογήs των πιο σημαντικών κειμένων τα οποία αναφέρονται
στιs απαραίτητεs εσωτερικέs διδασκαλίεs για να μεταδοθούν οι μέθοδοι τηs εσωτερίκευσηs. Οι Ουπανισάντ (ανάμεσα στι οποίεs τα κείμενα Σαντόγια Ουπανισάντ, Μουντάκα Ουπανισάντ και Μαίτρι Ουπανισάντ) χρησιμοποιούν τιs γνώσειs εκείνεs που αποκτήθηκαν με μελέτη του διαλογισμού αλλά και τι ψυχοσωματικέs γνώσεις που ενδείκνυνται από τη φιλοσοφία τηs γιόγκα.

Με τι Ουπανισάντ ασχολήθηκε και κάποιος που έχαιρε μεγάλου σεβασμού, όπωs ο Φρίντριχ φον Σλέγκελ (1772-1829), που ανάμεσα στα πολυάριθμα φιλολογικά του έργα δημοσίευσε και μια ανθολογία του στη γερμανική γλώσσα.'Ηταν όμωs ο αδελφόs του Άουγκουστ Βίλχελμ, που το 1823 μετέφρασε και δημοσίευσε την Μπαγκαβάντγίτα (το άσμα του ευτυχισμένου), ένα ιερό κείμενο στα σανσκριτικά που αντιστοιχεί στη δική μα Βίβλο όσον αφορά τη σημασία του και την απήχησή του, όπου ο Θεόs, ο Κρίσνα, εκπαιδεύει το μεγάλο ήρωα Apzoύva, διδάσκοντάs του τουs διάφορουs δρόμουs τηs γιόγκα. Πολύ σημαντική ήταν και η συμβολή του Μαξ Μίλερ, ο οποίοs πρώτοs διέδωσε στη Δύση τι Βέδεs (Την επιστήμη), ένα σύνολο κειμένων Θρησκευτικού χαρακτήρα, τα οποία θεω ρούνται τα πιο παλιά κείμενα τηs ινδοευρωπάίκης  λογοτεχνίαs, και σαν τέτοια αξιολογήθηκαν με πρότυπο τον «αδιαπραγμάτευτο λόγο», αφού η ερμηνεία των πιο πολύπλοκων τμημάτων τους ανάγεται μόνο στις πιο υψηλέs Θρησκευτικέs αρχέs. 
                                                                                                                 Η λέξη «γιόγκα» προέρχεται από το σανσκριτικό λήμμα  που σημαίνει
«ένωση» (με το θείο) και συνδέεται με το λατινικό iugum, δηλαδή «παι-χνίδι». Πρόκειται για ένα φιλοσοφικό ρεύμα που χρησιμοποιεί μια σειρά από συγκεκριμένεs πρακτικέs που έχουν σαν στόχο να πραγματοποιήσουν την ένωση μεταξύ του ανθρώπινου (jivatman) και του συμπαντικού (brahaman) πνεύματος, δηλαδή με πιο απλά λόγια, μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου.
Οι κάτοικοι της Ινδίας είναι φημισμένοι σε όλο τον κόσμο για τις υπερβολέs τους σχετικά με τα όρια τηs κουλτούραs και του πολιτισμού του, φτάνονταs καμιά φορά σε παραδοξότητεs, όπωs εκείνος ο μύθοs σύμφωνα με τον οποίο ο πολιτισμόs τους υπήρχε πριν ακόμα και από τη γέννηση του σκότουs. Είναι όμωs αλήθεια ότι η αρχή τηs φιλοσοφίαs τηs γιόγκα χάνεται στα βάθη των αιώνων, καθιστώνταs αδύνατο τον καθορισμό συγκεκριμένων ημερομηνιών και γεγονότων. Σύμφωνα με τον Μαξ Μίλερ, διάσημο Γερμανό ιστο-ρικό (1823-1900), η γιόγκα πρωτοεμφανίστηκε πριν από περίπου έξι χιλιάδεs χρόνια, αν και αυτή
η υπόθεση μπορεί να τοποθετηθεί χρονολογικά ακόμη παλαιότερα. Ακόμη και ο ιδρυτήs τηs δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο όνομα  η παράδοση υποδεικνύει το Θεό Σίβα. Είναι όμωs σίγουρο ότι ο πρώτοs που Θεσμοθέτησε του κανόνεs τηs γιόγκα είναι ο Ινδός Πατανzάλι (Patanjali), ο οποίο στο σύγγραμμα του Yoga Sutra («Αφορισμοί για τη γιόγκα» — 5ο αιώνα μ.Χ.;) οργανώνει 195 αρχέs, χωρισμένεs σε τέσσερα κεφάλαια, στα οποία περιγράφει την ουσία τηs φιλοσοφίαs γιόγκα, την πηγή τηs συγκέντρωσηs, τιs μεθόδουs για την επιτυχή προσέγγισή τηs, τιs υπερφυσικέs δυνάμεις  που προέρχονται από αυτήν και την ικανότητα απομόνωσηs τηs ψυχήs (kaivalya). Υπάρχουν   εντούτοιs αρχαιολογικέs μαρτυρίεs που ήρθαν στο φωs στην κοιλάδα του Ινδού και ανάγονται στην 3η-2η χιλιετία π.Χ., οι οποίεs περιλαμβάνουv διηγήσειs για ανθρώπους που ήδη ασκούσαν αυτή τη φιλοσοφία μένονταs μόνοι τους στα δόση και τρεφόμενοι με ρίzεs, Ζώντας δηλαδή σαν πραγματικοί ασκητέs. Η επέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των στρατευμάτων του στην Ασία ήταν η αιτία τηs διάδοσηs των ανατολικών Θρησκειών στη Δύση, α οποίεs πέρασαν πρώτα στουs'Ελληνεs, μετά στουs Ρωμαίους και διαδοχικά διαδόθπκαν στουs Άραβεs και στον πολιτισμό τουs. Από το 1500 ως το 1600, δηλαδή τον αιώνα των μεγάλων ταξιδιών και των ανακαλύψεων που άλλαξαν την παγκόσμια γεωγραφία, φημισμένα ονόματα όπωs ο Πορτογάλοs εξερευνητήs Βάσκο ντα Γκάμα και ο Ιταλόs Ιησουίτηs Κοστάντε Μπέσκι έδωσαν την ευκαιρία στον κόσμο να γνωρσει πολιτισμούs και θρησκείεs πολύ διαφορετικέs από εκείνες τη Δύσηs. Στα 1700, με τη συνεισφορά των «πεφωτισμένων στοχαστών», μεταφραστών και λογίων όλων των ειδών, επιτεύχθηκε η επαφή του ευρωπαικού κόσμου με την Ανατολή χάρη στη μετάφραση των έργων του Μέγκιου και του Κομφούκιου. Μόνο όμωs στι αρχέs του 19ου αιώνα η Δύση άρχισε να βλέπει τι φιλοσοφίεs τηs Ανατολήs με ένα σχετικό ενδιαφέρον, και αυτό οφειλόταν στο πολιτιστικό έργο ορισμένων ειδικών στιs ινδικέs σπουδέs. Ανάμεσά του ο πιο γνωστόs ήταν ο Γουόρεν Χέιστινγκs, κυβερνήτηs τη Βεγγάληs. για τον οποίο οι κάτοικοι τηs Μπενάρεs από ευγνωμοσύνη έχτισαν ένα ναό, λατρεύοντάs
τον σαν Θεό, ενώ οι συμπατριώτεs του διεξήγαγαν εναντίον του μια δεκαετή δίκη κατηγορώνταs τον ότι πρόδωσε την εμπιστοσύνη των Άγγλων και κηλίδωσε την τιμή τηs πατρίδαs του.